ἐνθεαστικαί

ἐνθεαστικαί
ἐνθεαστικός
inspired
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενθεαστικός — ἐνθεαστικός, ή, όν (AM) [ενθεάζω] 1. αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από θεία έμπνευση, ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.) 2. (για ενόχληση) αυτός που οφείλεται στα νεύρα. επίρρ... ἐνθεαστικῶς με ένθεη μανία, με ενθουσιασμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”